– Γενοκτονία. – Σώσ’!
Τέτοιες μέρες, όπως η σημερινή ημέρα μνήμης για τη Γενοκτονία των Ποντίων, πολλοί, μεταξύ αυτών κι εγώ, νιώθουμε την ανάγκη να μνημονεύσουμε, να πούμε κάτι, να ανακοινώσουμε κάτι, να εκφράσουμε ένα συναίσθημα, μια ψυχική κατάσταση, με κοκκία, με emoticons, με εύσημα ή κακόσημα, με εικόνες, φωτογραφίες, αριθμούς, logo, αυτοκόλλητα και πολλά ακόμη, γραπτά, προφορικά, νοηματικά, ψηφιακά. Επίσης, εκτιμώ, ότι δεν είναι λίγοι κι αυτοί που δεν νιώθουν τέτοια ανάγκη, για διάφορους λόγους.
Επειδή κάποιες φορές η μνήμη που κουβαλώ λειτουργεί ως επώδυνη ή και θανάσιμη υπόμνηση, αυτό μου δημιουργεί μια ένταση που κορυφώνεται και εκβάλλει άτακτα και απροσδόκητα, αρκετά συχνά, αλλά τέτοιες ημέρες, σαν τη σημερινή, μου δημιουργεί την ανάγκη να γράψω κάποια πράγματα που σκέφτομαι. Περισσότερο για το σήμερα και για το αύριο. Γιατί για το σήμερα και το αύριο; Γιατί αυτή η υπόθεση αφορά εμάς σήμερα και όχι τους νεκρούς. Θέλω να πω, ότι το αίτημα αναγνώρισης της Γενοκτονίας, δεν είναι αίτημα των νεκρών που την υπέστησαν, αλλά, στο βαθμό που το υιοθετούμε, δικό μας και δημιούργημα και κριτήριο – επιχείρημα – λόγος για αγώνα. Αντλεί από το παρελθόν βέβαια, αλλά διαμορφώνεται με βάση το σημερινό πλαίσιο και τις τρέχουσες ανάγκες, αλλά και το επιθυμητό και επιδιωκόμενο μέλλον.
Άλλωστε, οι διαδικασίες συγκρότησης και ανάδειξης του ποντιακού παρελθόντος (1916-1923) ως Γενοκτονία, ως ιστορικού και σχεδόν ταυτόχρονα ως πολιτικού επίδικου, ξεκίνησαν στα μέσα της δεκαετίας του ’80, κορυφώθηκαν στα μέσα της θερμής δεκαετίας του ’90, ακολούθησε μια σχετικά δυναμική πορεία για λίγα χρόνια και, κατόπιν, εξέπεσε σε «φολκλορική θρηνολογία», όπως εύστοχα έγραψε ο φίλος Γιάννης Ιωαννίδης στο FB. Η Γενοκτονία, αυτή και όλες οι άλλες, του Ολοκαυτώματος συμπεριλαμβανομένου, δεν είναι ζήτημα οντολογικό, αν δηλαδή υπάρχει ή δεν υπάρχει, έγινε ή δεν έγινε, ούτε μεταφυσικό, δεν είναι μια έννοια αιώνια και αυθύπαρκτη, αλλά ζήτημα ιστορικό: τη συγκροτούν ο τόπος, ο χρόνος, οι άνθρωποι (θύτες, θύματα, παριστάμενοι, ιστορικοί, πολιτικοί, απλοί πολίτες, κ.ά.) και οι κοινωνίες, με τις ιδέες και τις αξίες τους, οι κοινωνικές, πολιτιστικές, ιδεολογικές, πολιτικές, διπλωματικές και στρατιωτικές διαδικασίες, τα γεγονότα. Είναι και ζήτημα πολιτικό, καθώς μπορεί να διαμορφώσει πολιτικές και να παράγει αποτελέσματα στο διπλωματικό πεδίο. Να επηρεάσει τις ζωές των ανθρώπων.
Αυτό γίνεται περισσότερο κατανοητό αν αναλογιστούμε ότι η Γενοκτονία, ως ιστορικό επίδικο, δεν υπήρχε για τις δύο πρώτες προσφυγικές γενιές. Οι παππούδες και οι γονείς μας, δηλαδή, γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και πολλοί από αυτούς πέθαναν χωρίς να έχουν καν ακούσει τη λέξη Γενοκτονία. Ούτε θεώρησαν ποτέ ότι αυτό που συνέβη εκεί ήταν προμελετημένο και οργανωμένο. Μα, θα αντιτείνει κανείς, η πρώτη γενιά τα έζησε! Ασφαλώς και τα έζησε. Όμως το πέρασμα από τη βιωμένη εμπειρία και το βιωμένο τραύμα του ίδιου του πρόσφυγα, στο τραύμα της μνήμης των επόμενων γενεών, αυτό που νιώθουμε πολλοί από εμάς σήμερα, το ότι δηλαδή πονάμε καθώς θυμόμαστε αυτά που ακούσαμε ή διαβάσαμε ή εγκολπωθήκαμε μέσω πολιτιστικών πρακτικών, ή καθώς μιλάμε για τη Γενοκτονία, είναι ένας μετασχηματισμός που συνέβη μέσα από σαφείς ιστορικές διαδικασίες μετά τα μέσα του ’80 και διαμεσολαβήθηκε έντονα από τη διαδικασία προς τη συγκρότηση της Γενοκτονίας ως ιστορικού επίδικου και αμέσως μετά ως πολιτικού με την αναγνώριση από το ελληνικό κοινοβούλιο.
Εδώ, όμως, δεν αναφέρομαι τόσο στην ατομική και οικογενειακή μνήμη, όσο στη συλλογική. Και τις αντιδιαστέλλω για πολλούς λόγους, ο κυριότερος των οποίων είναι ότι η πρώτη αποτελεί δομικό στοιχείο της δεύτερης, αλλά αυτή η δεύτερη, άπαξ και συγκροτηθεί, ασκεί εξουσία και κυριαρχικά δικαιώματα στην πρώτη. Ενώ οι ατομικές και οικογενειακές μνήμες των Ποντίων είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, ωστόσο, όταν πρόκειται για το ιστορικό επίδικο, τη Γενοκτονία, οι φορείς τους συνομολογούν, αποδέχονται και αναγνωρίζουν μια συγκεκριμένη εμπειρία ως κοινή: οι πρόγονοί τους υπήρξαν θύματα της Γενοκτονίας. Με αυτόν τον τρόπο η συλλογική κυριαρχεί και εξαλείφει ως ένα σημείο την ατομική/οικογενειακή μνήμη. Και την ταυτότητα, θα έλεγα.
Αυτή η συλλογική μνήμη πορεύεται παράλληλα, ή προηγείται ελαφρώς, της ενιαίας παμποντιακής (;) ταυτότητας που υπερβαίνει τις ενδοποντιακές διαφορές, τις αντιπαλότητες, τις αντιπαραθέσεις και τις εχθρότητες του παρελθόντος και τις απενεργοποιεί και, ταυτόχρονα ομογενοποιεί τις επιμέρους ατομικές, οικογενειακές και τοπικές αφηγήσεις και εκδοχές συγκροτώντας μια ενιαία ιστορική αφήγηση, η οποία επιχειρεί να συμπεριλάβει όλους τους Πόντιους και να τους κινητοποιήσει προτάσσοντας το αίτημα της αναγνώρισης της Γενοκτονίας ως παμποντιακό έμβλημα. Η κινητοποίηση επιχειρείται, κυρίως, μέσα από συλλογικές πολιτιστικές πρακτικές, οι οποίες, παράλληλα, επιτυγχάνουν και τη σταδιακή μνημειοποίηση του πολιτισμού και της ιστορίας, μέσα από διαδικασίες πολιτικοποίησής τους.
Υπάρχει και η εξιδανίκευση. Ένας ψυχικός μηχανισμός μέσω του οποίου οι άνθρωποι επιχειρούν να προστατέψουν μια κατάσταση, ένα γεγονός, ένα πρόσωπο, από την κριτική θεώρηση και το θυμικό των άλλων. Ωστόσο, αυτή η προστασία δεν οδηγεί παρά στην αδρανοποίηση και την απονέκρωσή τους, στην απομάκρυνση και, τελικά, στην αγνόησή τους. Ένα παράδειγμα; Τι γνωρίζουμε για τα μνημεία που μας περιβάλλουν; Ας αναρωτηθούμε. Τα μνημεία ασφαλώς συνεισφέρουν σημαντικά στην υπόθεση της δημόσιας ιστορίας και στη διαμόρφωση συλλογικής μνήμης και ταυτότητας, αλλά με ποιον ακριβώς τρόπο; Μήπως με εμπρόθετες δυναμικές διαδικασίες που διαμεσολαβούνται από την υποκειμενικότητα; Ή μήπως μέσω της επιβολής, που εκμεταλλεύεται την αδράνεια και την απόσταση που έχει δημιουργήσει η εξιδανίκευση; Αυτό που εξιδανικεύεται πεθαίνει. Αν θέλουμε να κρατήσουμε κάτι ζωντανό, θα πρέπει να εστιάσουμε σε αυτό, να το δούμε ως κάτι που βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση με τον χρόνο και τον χώρο, τους ανθρώπους, με την ίδια τη ζωή, με την ιστορία.
Στη μνημειοποίηση και την εξιδανίκευση, δηλαδή στην απονέκρωση του επίδικου της Γενοκτονίας, συμβάλλουν τόσο οι εκδηλώσεις των ποντιακών και άλλων φορέων, που δεν διαφοροποιούνται από τις αντίστοιχες ανέξοδες και ανιστορικές επετειακές παραστάσεις απόδοσης τιμών, όσο και οι ατομικές πρακτικές που στοιχίζονται πίσω από αυτές. Μαζί και εκείνη η επιστημονική έρευνα που μελετά το ζήτημα ενδοσκοπικά και με εσωστρέφεια. Το ίδιο και η ομοειδής πολιτική διαχείρισή της.
Μπορεί η υπόθεση αυτή να έχει κάποια απτά αποτελέσματα, κάποιες θετικές επιπτώσεις; Απαντώ θετικά. Για τους Πόντιους, όχι όλους, είναι ζήτημα ταυτοτικό και γι’ αυτό σημαντικό. Το ίδιο και για την ιστοριογραφία, ως ένα παραγωγικό πεδίο ιστορικής έρευνας και, επομένως, αναπλαισίωσης και εμπλουτισμού της ιστοριογραφικής παραγωγής. Η ιστοριογραφικά έγκυρη θεμελίωση και η ευρύτητα της αποδοχής από την εγχώρια, την ευρωπαϊκή και τη διεθνή κοινότητα των ιστορικών, αν και όχι από μόνη της, βρίσκεται δίπλα στην πολιτική και τη διπλωματία, οι οποίες με τη σειρά τους επηρεάζουν τη ζωή των ανθρώπων.
Κρατώ χώρια το ζήτημα της παιδαγωγικής και διδακτικής διαχείρισης. Και ξεκινώ με ένα παράδειγμα: «Αν για κάθε πτώμα χρειάζονται περίπου 2 τ.μ. για να θαφτεί να βρείτε την έκταση σε τετραγωνικά χιλιόμετρα που θα χρειαζόταν για να θάψουμε τους νεκρούς μας [της Γενοκτονίας]. Να αποδείξετε ότι ένα νησί σαν την Κέρκυρα θα είχε μετατραπεί σε ένα απέραντο κοιμητήριο.» Να, λοιπόν, πώς μπορείς να διδάξεις το εμβαδόν σε παιδιά και να μάθουν και κάτι για τη Γενοκτονία. Αστειεύομαι φυσικά! Ο πραγματικός συντάκτης, όμως, όχι. Το κείμενο υπάρχει και το ξεσήκωσα από ένα έντυπο, που έχει και άλλα παρόμοια προβλήματα και εκδόθηκε από ποντιακό σωματείο με αφορμή τα 100 χρόνια από τη Γενοκτονία. Παιδαγωγική της φρίκης! Στην πιο παγερή και αποτρόπαιη επίπτωσή της, αυτή η παιδαγωγική μπορεί να γοητεύσει τα παιδιά, να τα οδηγήσει στον κυνισμό. Να πετύχει ακριβώς ότι και οι θύτες! Ακραία εκδοχή, όντως. Υπάρχουν όμως και οι πιο ήπιες πρακτικές, αυτές που λίγο πολύ ακολουθούνται και είναι εξόχως αναποτελεσματικές. Γιατί αντιμετωπίζουν τους μαθητές ως οιονεί άκριτους υποδοχείς μηνυμάτων – συνθημάτων και αριθμών, αλλά και αφηγήσεων που στοχεύουν στην συναισθηματική ταύτιση και, τελικά, στην αυτοματοποιημένη συναίνεση και αποδοχή. Εδώ οδηγεί η ενδοσκοπική, εσωστρεφής, μίζερη και πολλές φορές μισαλλόδοξη ενασχόληση με τη Γενοκτονία.
Για την παιδαγωγική διαχείριση τέτοιων επίμαχων και τραυματικών ζητημάτων, τις τελευταίες δεκαετίες σε διεθνές επίπεδο έχει αναπτυχθεί μια σχετική επιστημονική κίνηση και τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά. Στο επίκεντρο αυτής της παιδαγωγικής βρίσκεται ο άνθρωπος, ως ζωντανή κοινωνική ύπαρξη και όχι ως στατιστικό δείγμα. Μιλώντας, λόγου χάρη, για τα θύματα, η εστίαση αφορά την ιστορία και τον πολιτισμό τους ενόσω ήταν ζωντανοί. Η ιστορία και οι αφηγήσεις των επιζώντων έχουν ισότιμο ενδιαφέρον. Η διαδικασία της εξόντωσης αντιμετωπίζεται ως ιστορικοποιημένη διαδικασία και δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην εννοιολογική κατανόηση της σχετικής ορολογίας (γενοκτονία, ολοκαύτωμα, εθνοκάθαρση, κ.λπ.). Οι πράξεις των ανθρώπων που εμπλέκονται εξετάζονται υπό το πρίσμα των εκάστοτε συνθηκών. Είναι αδύνατο να κατανοήσουμε εκτός ιστορικού πλαισίου τις πράξεις τους, καθώς πολλές φορές αυτές είναι το αποτέλεσμα αδιέξοδων επιλογών (ότι και να κάνεις, κάποιος θα πάθει κακό). Η εξιδανίκευση σε μια τέτοια παιδαγωγική δεν έχει θέση, όπως επίσης και η προσφορά εύκολων και ανέξοδων απαντήσεων σε σύνθετα ερωτήματα. Τα τεκμήρια ζωής, που μπορεί τώρα να βρίσκονται στα σπίτια μας ως κειμήλια, σε μια τέτοια παιδαγωγική διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο: εκτός από κειμήλια είναι και ιστορικές πηγές. Πέρα από το συναίσθημα, είναι δυνατόν να διεγείρουν την κριτική σκέψη και την ευθυκρισία, να οδηγήσουν στην ιστορική γνώση και συνείδηση.
Δεν είναι παράλογο να υιοθετείς και να αναλαμβάνεις δράση για κάποιο ζήτημα που στη συνέχεια το θεωρείς δικό σου, είτε αυτό ανήκει είτε όχι στην δική σου, προσωπική ή οικογενειακή, ιστορία. Αυτές οι επιλογές εντάσσουν το άτομο σε ευρύτερα σύνολα και δημιουργούν το αίσθημα του ανήκειν που είναι πολύ σημαντικό, καθώς προσφέρει ικανοποίηση και ασφάλεια, αλλά και ταυτότητα, συλλογική ταυτότητα. Παράλογο είναι να υπαινίσσεσαι ή να διατυμπανίζεις μια προνομιακή γονιδιακή μεταβίβαση, ή κάποιου είδους επιφοίτηση, ή την κατοχή της μίας και μοναδικής αλήθειας, ενώ βρίσκεσαι σε καθεστώς μερικής ή πλήρους άγνοιας ή και σύγχυσης. Και το χειρότερο: να θεωρείς ως ύποπτο, ως προδότη, ή ως αμφιβόλου διανοητικής συγκρότησης, όποιον δεν συναινεί -χωρίς όρους- με όσα εσύ πρεσβεύεις. Σε τέτοιες καταστάσεις, η πλειοδοσία λειτουργεί ως επιδοκιμασία για τους υποστηρικτές και ως καταδίκη για όσους έχουν αντίθετη άποψη. Κοντολογίς, ο πλειοδότης επιδίδεται σε ένα είδος νεκροπολιτικής των απόψεων, αποφασίζει δηλαδή ποια άποψη θα ζήσει και ποια θα πεθάνει. Εφαρμογή της ευγονικής στο διανοητικό/ιδεολογικό πεδίο!
Κλείνοντας, να πω ότι δεν τρέφω ψευδαισθήσεις ότι κατέχω κάποια αλήθεια, ιστορική ή άλλου είδους. Ούτε διεκδικώ κάτι τέτοιο. Όλα αυτά δεν είναι παρά σκέψεις που διαμορφώνονται και αναπλαισιώνονται, στην προσπάθειά μου να κατανοήσω τον κόσμο που ζω. Και αυτό γίνεται συνέχεια.