|  |  | 

Γλώσσα Τοπική Ιστορία

ΤΑ ΚΟΚΟΖΙΑ – Μέρος 4ο και τελευταίο

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν κάτι βουερά τρεχάματα στο επάνω πάτωμα κι όλοι σήκωσαν το κεφάλι ανήσυχοι. Η Αγία Τριάδα κατέβηκε σχεδόν κατρακυλώντας τη σκάλα και μπήκε λαχανιασμένη στην αίθουσα των συνεδριάσεων.

– Αρχηγέ! φώναξε ο Λάζος, βρήκαμε πού ήταν κρυμένος ο Τούρκος.

– Μέσα στην τουλάπαν! είπε ο Βασίλης.

– Είχε ανοίξει μια τρύπα, πρόσθεσε ο Βαγγέλης, και με μια σκάλα κατέβαινε μέσα στο αμπάρι. Κατεβήκαμε κι εμείς. Βρήκαμε ένα σταμνί άδειο.

– Το σπάσαμε. Φαγώσιμα δεν είχε τίποτε. Καλά που βγήκε. Αν πέθαινε απ’ την πείνα εκεί μέσα θα βρωμούσε το σπίτι.

– Φέρτε τον εδώ, κοντά μου! διέταξε ο αρχηγός που είχε ξανακαθίσει πάνω στην προεδρική κολοκύθα του μπροστά στο τζάκι.

Πέντε παιδιά σήκωσαν τον Τούρκο και τον απόθεσαν πάνω στην προβιά, στα πόδια του Κουκουβάγια.

– Ξέρεις ελληνικά; τον ρώτησε ο Αντρέας.

– Και λίγκο ελλενικά ξέρω.

– Πώς σε λένε; ρώτησε αυστηρά ο Κουκουβάγιας αρχίζοντας την ανάκριση. Να μας πεις την αλήθεια. Αλλοιώτικα… Το βλέπεις αυτό; – του έδειξε ένα αναμένο σανίδι – θα σου κάψω τα γένια!

– Εμένα Ισμαήλ λένε! είπε ο Τούρκος κλαίοντας. Εντώ ισπίτι μου είναι. Ανατολή να πάω είπανε, μα, εγκώ Ανατολή τι να κάμω; Μονακό μου είμαι, φτωκό είμαι, γκέρο είμαι. Εντώ μέσα ισπίτι μου να πετάνω είπα. Αλλάχ βερσίν!

– Κοκόζι είναι κι αυτός σαν κι εμάς! είπε ο Λάζος συγκινημένος.

– Εγκώ εχτέ πεινασμένο ήτανε, τσορβά σας έφαα άμα, να πλερώσω! ξανάπε ο γέροντας που άρχισε να παίρνει θάρρος.

– Σκασμός! διέταξε ο Κουκουβάγιας αγριεμένος.

Έβγαλε απ’ το ζουνάρι του ένα χασάπικο μαχαίρι και δοκίμασε την κόψη του με το μεγάλο δάχτυλο.

– Μη Θράσο! φώναξε ο Μιχάλης και σκέπασε το προσωπάκι του με τα βρώμικα χέρια του. Αμαρτία είναι! Το καημένο μη σφάξεις!

Κανένας άλλος δεν τόλμησε να μιλήσει. Ο αρχηγός ήξερε τι έκανε. Ο γέροντας έκλεισε τα μάτια και περίμενε ατάραχος. Ο Κουκουβάγιας έσφιξε το μαχαίρι ανάμεσα στα δόντια του, άρπαξε τον Τούρκο που κείτονταν ανάσκελα πάνω στην προβιά και τον γύρισε μπρούμυτα. Σήκωσε το δεξί πόδι και του πάτησε τα νεφρά. Ορθώθηκε κι έρριξε μια ματιά στους συντρόφους του που συγκρατούσαν την αναπνοή τους. Τα κουκουβαΐστικα μάτια του πετούσαν φωτιές. Έσκυψε απότομα και με μια μαχαιριά έκοψε το σκοινί που έσφιγγε τα κοκκαλιάρικα χέρια του γέρου. Όλοι ξαναπήραν ανάσα. Με μια δεύτερη μαχαιριά του ελευθέρωσε τα πόδια. Ύστερα τον άρπαξε στα γερά χέρια του και σαν να ήτανε λαστιχένια κούκλα, τον έβαλε να καθήσει σταυροπόδι πάνω στην προβιά.

– Αντρέα! φώναξε ο αρχηγός, δε βλέπεις που πεινά ο γέρος; Φέρε τη σούπα!

Ο Αντρέας έβαλε μπροστά στο γέροντα τον τέντζερη με τη σούπα. Ο Μιχάλης έβγαλε απ’ το κασελάκι του λίγο ψωμί τυλιγμένο σ’ ένα κομμάτι χαρτί. Ο Λάζος έτρεξε να φέρει ένα ξύλινο κουτάλι και δύο κρεμμύδια Ο Ανέστης έδωσε στο γέροντα πέντε χοντρά κάστανα. Δύο – τρία Κοκόζια που δεν είχαν να προσφέρουν τίποτε εξαφανίσθηκαν για μερικά λεπτά και γύρισαν με τα χέρια γεμάτα: ένα ψωμί, μια αρμάθα σύκα, ένα πορτοκάλι, μια ρέγκα, ένα πιάτο κόλλυβα, τυρί, ελιές κι ένα σωρό άλλα πράματα.

– Φάε, γέρο! του λέγανε. Αφού βρήκες, φάε και μη ρωτάς!

Ύστερα τα παιδιά κάθισαν γύρω απ’ τον Τούρκο και τον περιεργάζονταν ενώ έτρωγε λαίμαργα. Πόσες μέρες έμεινε νηστικός μέσα στο άδειο αμπάρι του ο καημένος; Έπαιρνε ανακατωμένα σούπα και σύκα, κόλλυβα κι ελιές, δάγκανε μια στη ρέγκα και δυο στο πορτοκάλι, κατάπινε αμάσητα κι έκλαιε και γελούσε.

– Αλήτεια, Ισμαήλ, κι εσύ Κοκόζι; τον ρώτησε δειλά ο Μιχάλης που δεν καταλάβαινε πώς ένας άνθρωπος σε τέτοια ηλικία ήταν ακόμα φτωχός.

– Κι εγκώ Κοκόζ! είπε ο γέροντας με αγαθότητα και του χάιδεψε το μάγουλο.

Με μιας ο Μιχάλης ξέχασε το μίσος του εναντίον των Τούρκων που, στην Κόνια, σκότωσαν τους γονείς του και τον άφησαν πεντάρφανο. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Χαμογέλασε στο γέροντα και του είπε πάλι:

– Τότε κάτσε μαζί μας, Ισμαήλ, ώσπου να πετάνεις!

Ο γέροντας σήκωσε το κεφάλι απ’ το φαΐ και κύτταξε τον αρχηγό σαν να του ζητούσε, μ’ ένα παρακλητικό βλέμμα, τη γνώμη του.

Κι ο αρχηγός που ονειρευότανε να γδάρει ζωντανή όλη την Τουρκιά, ρούφηξε μια δύο φορές τη μύξα του κι είπε με σεβασμό

– Το σπίτι είναι δικό σου, Ισμαήλ. Εσύ θα μείνεις εδώ κι εμείς θα πάμε αλλού.

– Εγκώ μονακό μου; παραπονέθηκε ο γέροντας. Ιψωμί ντεν έκω, τίποτα ντεν έκω!

– Μη φοβάσαι. Τώρα είσαι κι εσύ στο Σύλλογο. Τα παιδιά θα σου φέρνουν κάθε μέρα ό,τι χρειάζεται.

– Τεσεκιούρ εντέριμ! Εφκαριστώ, παιντί! Εφκαριστώ, καρντάσι μου!

Όταν ο γέροντας έφαγε όλα τα τρόφιμα που είχανε βάλει μπροστά του, ο Κουκουβάγιας σηκώθηκε κι έκανε νόημα στα παιδιά να φύγουν.

Τα Κοκόζια χαιρέτησαν καλόκαρδα το νέο σύντροφο τους και βγήκαν πίσω απ’ τον αρχηγό τους.

Προτού να βγει ο Σωκράτης, που εννοούσε να εκτελέσει τα καθήκοντα του γραμματέως σε κάθε περίσταση, πήρε το τεφτεράκι του και πρόσθεσε με πράσινο μολύβι, στον κατάλογο των μελών του Συλλόγου ένα νέο όνομα: Ισμαήλ.

Την άλλη μέρα το μεσημέρι, όταν τα Κοκόζια μπήκαν στο στοιχειωμένο σπίτι – ο Αντρέας με τη σούπα του, ο Ανέστης με τα καστανά του κι ο Σωκράτης μ’ ένα κομμάτι ζεστή μπομπότα – είδαν τη φωτιά σβησμένη και πάνω στην πυκνόμαλλη προβιά βρήκαν το γέροντα νεκρό.  Είχε παραφάει ο… χριστιανός.

 

________________________________________

Απόσπασμα από το διήγημα Τα Κοκόζια του Κώστα Δαγκίτση, Εταιρία, τ. 20-21, σ. 103-105. Το διήγημα, όπως και πολλά άλλα διηγήματα του Δαγκίτση με θέμα τη Φλώρινα, πρωτοδημοσιεύτηκαν από το 1958 μέχρι το 1962 σε τεύχη του περιοδικού Αριστοτέλης της Φλώρινας.

Κώστας Δαγκίτσης
Γεννήθηκε στο Δεμιρδέσι της Μικράς Ασίας το 1912 και ήρθε ως πρόσφυγας στη Φλώρινα με την Ανταλλαγή των πληθυσμών, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Μπήκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1931. Το 1939 φεύγει για το Παρίσι, όπου ολοκληρώνει τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Université de Paris το 1943, εκπονώντας διδακτορική διατριβή με θέμα τη διάλεκτο της ιδιαίτερης πατρίδας του. Διέμενε μόνιμα στο Παρίσι, όπου δίδασκε ως καθηγητής Γλωσσολογίας. Πέθανε το 1984.
Το επιστημονικό του έργο αφορά την έκδοση λεξικών της νεοελληνικής γλώσσας, τα οποία αναγνωρίζονται από την γλωσσολογική επιστημονική κοινότητα. Δημοσίευσε διηγήματα σε περιοδικά και εφημερίδες της Φλώρινας.

 

 


Δραστηριότητες

 

1. Θέματα για ερωτήσεις – συζήτηση (προφορικά):

Αφηγούμαστε την ιστορία όπως εξελίχθηκε στα τρία πρώτα μέρη.
Πώς κρίνετε την πράξη του αρχηγού να κόψει τα σκοινιά που έδεναν τα χέρια και τα πόδια του γέροντα και να δώσει εντολή να τον ταΐσουν;

 

2. Το «στοιχειό», ο Ισμαήλ, μιλά ελληνικά με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Εντοπίζω στο κείμενο τις φράσεις του Ισμαήλ και:

  • σχηματίζω στο τετράδιό μου μια λίστα με τις ιδιαιτερότητες της προφοράς του, π.χ. «ντ» αντί «δ», «ιψ» αντί «ψ», κλπ.
  • μεταφέρω τα ζεύγη και δημιουργώ ένα συννεφόλεξο στο WordArt.

 

 

4. Μικρό σχέδιο εργασίας (εργασία σε ομάδες). Με επίκεντρο τις παρακάτω φράσεις και τα ερωτήματα, αναζητώ υλικό (στο διαδίκτυο, σε βιβλία και περιοδικά, σε αφηγήσεις Φλωρινιωτών) και γράφω ένα μικρό ιστορικό που αφορά την Ανταλλαγή των Πληθυσμών και τις συνέπειες που είχε για τη Φλώρινα.

«Με μιας ο Μιχάλης ξέχασε το μίσος του εναντίον των Τούρκων που, στην Κόνια, σκότωσαν τους γονείς του και τον άφησαν πεντάρφανο.» Ποια μπορεί να είναι η ιστορία του Μιχάλη; Πότε και γιατί οι Τούρκοι σκότωσαν τους γονείς του; Πώς βρέθηκε ο Μιχάλης στη Φλώρινα;

Όταν τα Κοκόζια ζήτησαν από το «στοιχειό» να συστηθεί, είπε: «Εμένα Ισμαήλ λένε! Εντώ ισπίτι μου είναι. Ανατολή να πάω είπανε, μα, εγκώ Ανατολή τι να κάμω; Μονακό μου είμαι, φτωκό είμαι, γκέρο είμαι. Εντώ μέσα ισπίτι μου να πετάνω είπα. Αλλάχ βερσίν!» Πώς βρέθηκε ένας γέρος Τούρκος μόνος το 1924 κρυμένος σε ένα σπίτι στην Πλατεία Ηρώων της Φλώρινας; Ποιοι και γιατί έδωσαν εντολή να πάει στην Ανατολή, αλλά αυτός δεν ήθελε να φύγει και κρύφτηκε;

ABOUT THE AUTHOR

Σχετικές αναρτήσεις: Αναρτήσεις

Δημιουργός και διαχειριστής του ιστότοπου αυτού είναι ο Γιάννης Κασκαμανίδης από τη Φλώρινα, που εργάζεται ως μέλος Ε.Δι.Π. στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης της ίδιας πόλης.