|  |  | 

Γλώσσα Τοπική Ιστορία

ΤΑ ΚΟΚΟΖΙΑ – Μέρος 3ο

Τα παιδιά, χλωμά απ’ το φόβο, έμειναν ακίνητα και βουβά. Μα ο Λέλεκας έσπρωξε απότομα τον Αντρέα που είχε κουλουριαστεί απάνω του και σηκώθηκε με αργές και υπολογισμένες κινήσεις.

Όλοι νόμισαν για μια στιγμή πως ο τρικλοποδιστής, που συνήθως δεν έμπαινε στη μάχη παρά μόνο όταν ο εχθρός τόβαζε στα πόδια, φούσκωσε ξαφνικά από αντρίστικο κουράγιο κι ετοιμαζότανε να πάει να σκοτώσει το στοιχειό. Μερικοί έρριξαν μια γρήγορη ματιά προς το μέρος του αρχηγού. Τι θα έκανε ο Κουκουβάγιας; Σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή, αν άφηνε κάποιον άλλο να δείξει περισσότερο θάρρος, θα έχανε ασφαλώς το κύρος του και ίσως και τη θέση του.

Ο Κουκουβάγιας δεν αντέδρασε.

Ο Λέλεκας σήκωσε ψηλά τα δύο μακριά χέρια του κι ύστερα κατεβάζοντας τα απότομα, για να δώσει το ρυθμό στους συντρόφους του, άρχισε να τραγουδάει τον ύμνο του Συλλόγου: «Είμαστε εμείς της Φλώρινας τα νεαρά βλαστάρια… ».

Μερικά παιδιά δοκίμασαν να τον μιμηθούν μα η φωνή δεν έβγαινε. Στο τέλος του πρώτου στίχου κι ο Λέλεκας ένιωσε έναν κόμπο στο λαρύγγι του. Η φωνή του κόπηκε, τα γόνατα του λύγισαν. Ο Λέλεκας κύτταξε γύρω του απελπισμένος και σωριάστηκε ξερός στο πάτωμα.

Ο Σωκράτης, που ήτανε πλάι του, του έπιασε το χέρι με συμπόνια κι ύστερα είπε στον αρχηγό:

– Εγώ λέω να στείλουμε τρεις εθελοντές να δουν τι είναι.

– Κι εγώ λέω να βάλουμε φωτιά στο σπίτι να το κάψουμε!

Αυτό ήταν! Την κατάλληλη στιγμή, ο αρχηγός είχε βρει την ιδέα και τα λόγια που έπρεπε. Με μιας όλα τα παιδιά βρέθηκαν στο πόδι. Είχανε ξεχάσει κιόλας και το στοιχειό και το φόβο τους.

Ο Αντρέας άρπαξε το μπουκάλι με το πετρέλαιο. Ο Μιχάλης έτρεξε να πάρει ένα αναμένο σανίδι απ’ το τζάκι. Ο Λέλεκας κι ο Ανέστης κρεμάστηκαν στο σανιδένιο ράφι που έκανε το γύρο του δωματίου να το ρίξουν κάτω για να δυναμώσουν τη φωτιά. Ο Βαγγέλης έβγαλε απ’ τις τσέπες του ένα μάτσο χαρτιά κι ένα κουτί σπίρτα.

Ο Στέφος σήκωσε ψηλά την κολοκύθα – τον προεδρικό θρόνο όπου δεν είχε το δικαίωμα να καθίσει κανείς – κι ήταν έτοιμος να την πετάξει στη φωτιά, όταν άνοιξε ξαφνικά η πόρτα.

Το στοιχειό στάθηκε μια στιγμή πάνω στο κατώφλι κι ύστερα σήκωσε ψηλά τα χέρια κι είπε με κλαψιάρικη ανθρώπινη φωνή:

– Βάι… βάι… βάι… Παιντιά, ‘ιατί χαλάτε ισπίτι μου;

Ήταν ένας γέρος, ψηλός, με άσπρα μαλλιά και γένια, με μια παλιά στρατιωτική κουβέρτα ριγμένη στους ώμους, με μια μαύρη λερωμένη βράκα, με κάτασπρα τσουράπια και με πάνινες παντούφλες.

– Τούρκος είναι παιδιά! φώναξε ο αρχηγός και βύθισε τέσσερα δάχτυλα στο στόμα του.

Με το σφύριγμα του αρχηγού, δέκα Κοκόζια ρίχτηκαν πάνω στον γέροντα κι ώσπου να πει «αμάν» τον βάλανε κάτω και του δέσανε χέρια και πόδια με σκοινιά και σπάγγους.

– Παραντίνεσαι; ούρλιαζε ο Μιχάλης που του είχε καθίσει στο στήθος κι απειλούσε να του κόψει το λαιμό με το σκουριασμένο σουγιά του.

– Αφήστε τον τώρα, παιδιά! είπε ο Στέφος, δεν μπορεί πια να μας φύγει.
Μα τα Κοκόζια δεν ήταν καθόλου διατεθειμένα ν’ αφήσουν το θύμα τους.

– Στήστε τον στα πόδια του να του βάλω μια τρικλοποδιά να γελάσουμε! πρότεινε ο Λέλεκας.

– Να τον κλειδώσουμε μέσα στην ντουλάπα και να μην ξαναρθούμε εδώ μέσα!

– Να τον δέσουμε και να τον αφήσουμε να ξεπαγιάσει από το κρύο!

Άλλοι πάλι ήταν πιο σκληροί και πρότειναν μεθόδους βασανιστηρίων που θα οδηγούσαν με ακρίβεια το «στοιχειό» στο θάνατο.

– Ήσυχα, παιδιά! επενέβη ο Στέφος. Καλύτερα να τον παραδώσουμε στην Αστυνομία. Οι χωροφύλακες ξέρουν τι θα τον κάνουν.

– Λοιπόν! Είναι σκλάβος μας. Θα τον κάνουμε ό,τι θέλουμε! Ό,τι θέλω εγώ, δηλαδή! ξεφώνισε ο Κουκουβάγιας.

– Να κάνουμε δικαστήριο και να τον δικάσουμε! είπε ο Σωκράτης. Αν δούμε ότι φταίει… τον κανονίζουμε.

– Τι φταίει και δεν φταίει! ούρλιαξε ο Κουκουβάγιας. Τούρκος δεν είναι; Όλοι ξέρουμε τι πρέπει να παθαίνει ένας Τούρκος όταν πέφτει στα χέρια μας.

– Κάθεστε και λέτε βλακείες! είπε ο Ανέστης που είχε τραβηχτεί πλάι στο τζάκι και προσπαθούσε να στεγνώσει τα μουσκεμένα παπούτσια του.

– Δεν τον ρωτάτε τον άνθρωπο ποιος είναι και πώς βρέθηκε εδώ;

– Έχει δίκιο ο Ανέστης! είπε ο Λέλεκας. Αυτό να κάνουμε. Να τον ρωτήσουμε κι αν δούμε ότι είναι καλός άνθρωπος, να τον βαφτίσουμε και να τον κάνουμε χριστιανό.

– Σωστά! φώναξε ο Αντρέας. Να του βάλουμε ένα όμορφο όνομα και να τον γράψουμε στη Δημαρχία. Θα του δώσουνε ένα δελτίο και θα πηγαίνει στο προσφυγικό συσσίτιο να παίρνει σούπα και ψωμί να τρώει.

(Συνεχίζεται στο 4ο και τελευταίο μέρος)

________________________________________

Απόσπασμα από το διήγημα Τα Κοκόζια του Κώστα Δαγκίτση, Εταιρία, τ. 20-21, σ. 101-103. Το διήγημα, όπως και πολλά άλλα διηγήματα του Δαγκίτση με θέμα τη Φλώρινα, πρωτοδημοσιεύτηκαν από το 1958 μέχρι το 1962 σε τεύχη του περιοδικού Αριστοτέλης της Φλώρινας.

Κώστας Δαγκίτσης
Γεννήθηκε στο Δεμιρδέσι της Μικράς Ασίας το 1912 και ήρθε ως πρόσφυγας στη Φλώρινα με την Ανταλλαγή των πληθυσμών, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Μπήκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1931. Το 1939 φεύγει για το Παρίσι, όπου ολοκληρώνει τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Université de Paris το 1943, εκπονώντας διδακτορική διατριβή με θέμα τη διάλεκτο της ιδιαίτερης πατρίδας του. Διέμενε μόνιμα στο Παρίσι, όπου δίδασκε ως καθηγητής Γλωσσολογίας. Πέθανε το 1984.
Το επιστημονικό του έργο αφορά την έκδοση λεξικών της νεοελληνικής γλώσσας, τα οποία αναγνωρίζονται από την γλωσσολογική επιστημονική κοινότητα. Δημοσίευσε διηγήματα σε περιοδικά και εφημερίδες της Φλώρινας.

 

 


Δραστηριότητες

 


 

ABOUT THE AUTHOR

Σχετικές αναρτήσεις: Αναρτήσεις

Δημιουργός και διαχειριστής του ιστότοπου αυτού είναι ο Γιάννης Κασκαμανίδης από τη Φλώρινα, που εργάζεται ως μέλος Ε.Δι.Π. στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης της ίδιας πόλης.