ΤΑ ΚΟΚΟΖΙΑ – Μέρος 1ο
Ο Κουκουβάγιας, αρχηγός του κλιμακίου Κοκοζιών Φλωρίνης, είχε καλέσει τους οπαδούς του σε γενική συνέλευση το τελευταίο Σάββατο του Μαρτίου 1924. Στις έξι το απόγευμα.
Στις έξι παρά πέντε, εκνευρισμένος ο αρχηγός πέρασε τη λασπωμένη Πλατεία Ηρώων κι έφτασε μπροστά στα Γραφεία του Συλλόγου. Η πόρτα ήταν κλειστή. Ο Κουκουβάγιας μπήκε από ένα παράθυρο, τσεκούριασε βιαστικά μια καρυδένια ντουλάπα κι άναψε τη φωτιά. Κατόπι, έστρωσε μια πυκνόμαλλη προβιά μπροστά στο τζάκι και ξάπλωσε. Έβαλε κάτω απ’ την αριστερή αμασχάλη του μια τεράστια κολοκύθα κι ακούμπησε πάνω της νωχελικά, σαν νάτανε εκείνος πασάς κι εκείνη πουπουλένιο μαξιλάρι.
Έξω ο νοτιάς έλυωνε τα μαρτιάτικα χιόνια. Αμέτρητα ρυάκια κυλούσαν μουρμουριστά από κάθε ύψωμα κι έτρεχαν να ενωθούν με τον πολυθόρυβο Σακολέβα που, φουσκωμένος, θολός, περήφανος, έστριβε πότε δεξιά και πότε αριστερά και ροκάνιζε αλύπητα τις απροστάτευτες όχθες του.
Ο Κουκουβάγιας σήκωσε το χέρι και τράβηξε προς τα πίσω τα μακριά ξανθά μαλλιά του. Έμεινε έτσι ακίνητος, με ολάνοιχτα τα γαλάζια μάτια του, εξετάζοντας τις λεπτομέρειες του καπνισμένου σανιδένιου ταβανιού, σαν να επρόκειτο να βρει εκεί πάνω τη λύση του προβλήματος που τον απασχολούσε.
Εκείνο το απόγευμα τα είχε βάλει, ακόμα μια φορά, με τις «ψείρες». Ψείρες ήταν η χήρα η μάννα του και οι δύο αδελφές του, τρεις γυναικούλες μαραζιασμένες κι ασκημισμένες απ’ τον καημό της προσφυγιάς, που μέρα και νύχτα έχυναν τα ματάκια τους πάνω στα ξένα κεντήματα για νάχει το «παλληκάρι» τους ψωμί να φάει, νερό να πιεί και ψάθα να κοιμηθεί.
– Ή δουλειά θα βρεις, του λέγανε, ή στο σχολείο θα πας. Αρκετά τεμπέλιασες.
Μα κανένας νόμος δεν υποχρέωνε τον Κουκουβάγια, που ήτανε τότε δεκαπέντε χρονών, να πάει στο σχολείο. Κανένα επάγγελμα δεν τον τραβούσε. Καμιά δουλειά δεν άξιζε τον κόπο να λερώσει τα χέρια του.
Στη Φλώρινα, η κοινωνία αγνοούσε ακόμα και την ύπαρξη του. Μα τί τον ενδιέφερε; Εκείνος είχε τη δικιά του κοινωνία που την είχε δημιουργήσει ο ίδιος και που την κυβερνούσε αυστηρά, καλόκαρδα, τίμια, πότε με πάθος αντρίστικο και πότε με κέφι παιδικό, πάντα μόνος, χωρίς συμβουλές και συνεργασίες.
– Είμαι αρχηγός και πατέρας σας! έλεγε στους νεαρούς συντρόφους του. Κάνω ό,τι θέλω! Δεν έχω να δώσω λογαριασμό σε κανέναν!
Είχε συγκεντρώσει γύρω του όλα τα παιδιά της γειτονιάς, ντόπια και προσφυγάκια, που φεύγανε απ’ το σπίτι γιατί τα τυραννούσε ο νηστικός πατέρας τους, που παρατούσαν τη χήρα μάννα τους γιατί είχανε βαρεθεί τα κλάματα της, που τόσκαναν από το σχολείο γιατί τάδερνε ο δάσκαλος, και τάσερνε πίσω του σαν κλώσσα τα πουλιά της.
Πότε με μητρική στοργή, πότε με πατρικές φοβέρες και δασκαλίστικο ξύλο τα είχε ημερώσει και τα είχε αδελφώσει σε μιαν αδιάσπαστη ένωση που λεγόταν «Σύλλογος Κοκοζιών».
Κοκόζ τουρκικά θα πει «απένταρος», μα οι νεαροί άψιλοι που τα κατάφερναν με πολλούς τρόπους νάχουν περισσότερες δραχμές απ’ τους αδέκαρους γονείς τους, εξευγένισαν τον ταπεινό αυτό τίτλο και τον εστόλισαν με τιμή και δόξα.
Οι αρχές του Συλλόγου ήταν απλές, μα ο αρχηγός τους τις είχε μπήξει στο κεφάλι σα σφήνες σε ξύλο οξυάς: «Θέλεις; μπορείς. Μπορείς; κλέβεις. Κλέβεις; έχεις. Έχεις; δίνεις. Δίνεις; παίρνεις».
Τα Κοκόζια, αφού τρομοκράτησαν την πάνω Φλώρινα, θέλησαν να επεκτείνουν την αλήτικη κυριαρχία τους και στις κάτω γειτονιές. Έπρεπε, λέγανε, τα μέλη του Συλλόγου που περνούσαν τη συνοριακή γραμμή του Διοικητηρίου, ο Μιχάλης που έκανε το λούστρο, ο Βαγγέλης που πουλούσε πασατέμπο κι ο Σωκράτης που πήγαινε στο Β΄ Δημοτικό Σχολείο με τον Αντρέα, να μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα στην κάτω ζώνη. Μα στο Βαρόσι βασίλευε τότε ένας άλλος αρχηγός, ο Γκόγκης, με αμέτρητους οπαδούς, λιγότερο πειθαρχημένους και πιο μαχητικούς, που κρατούσαν τα στενά και δεν άφηναν να περάσει ούτε μύγα «κάτω των δεκατριών ετών».
Έτσι, σε κάθε επιδεικτική κατάβαση των Κοκοζιών οι Βαροσιάνηδες απαντούσαν με μια μαζική ανάβαση, που κατέληγε πάντοτε σ’ έναν αιματηρό και «υαλοθραυστικό» πετροπόλεμο, στην Πλατεία Ηρώων, μπροστά στο «σπίτι» του Συλλόγου.
(Συνεχίζεται στο 2ο μέρος)
________________________________________
Απόσπασμα από το διήγημα Τα Κοκόζια του Κώστα Δαγκίτση, Εταιρία, τ. 20-21, σ. 97-98. Το διήγημα, όπως και πολλά άλλα διηγήματα του Δαγκίτση με θέμα τη Φλώρινα, πρωτοδημοσιεύτηκαν από το 1958 μέχρι το 1962 σε τεύχη του περιοδικού Αριστοτέλης της Φλώρινας.
Κώστας Δαγκίτσης
Γεννήθηκε στο Δεμιρδέσι της Μικράς Ασίας το 1912 και ήρθε ως πρόσφυγας στη Φλώρινα με την Ανταλλαγή των πληθυσμών, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Μπήκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1931. Το 1939 φεύγει για το Παρίσι, όπου ολοκληρώνει τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Université de Paris το 1943, εκπονώντας διδακτορική διατριβή με θέμα τη διάλεκτο της ιδιαίτερης πατρίδας του. Διέμενε μόνιμα στο Παρίσι, όπου δίδασκε ως καθηγητής Γλωσσολογίας. Πέθανε το 1984.
Το επιστημονικό του έργο αφορά την έκδοση λεξικών της νεοελληνικής γλώσσας, τα οποία αναγνωρίζονται από την γλωσσολογική επιστημονική κοινότητα. Δημοσίευσε διηγήματα σε περιοδικά και εφημερίδες της Φλώρινας.
Δραστηριότητες