Λύκοι, σας παρακαλώ μην κλαίτε
[Απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο του Φάρλεϊ Μόατ – Γλωσσικό μάθημα προσαρμοσμένο για τηλεκπαίδευση]
Άλλη μια φορά στο διάστημα αυτό έγινε κάτι άλλο που μου ‘κανε πολλή εντύπωση και μ’ έβαλε σε σκέψεις. Αν και τώρα πια η Αντζελίνα έβγαινε σχεδόν κάθε βράδυ για κυνήγι με τ’ αρσενικά, πότε-πότε αποφάσιζε να μένει πίσω και να περνάει τη νύχτα με τα κουτάβια. Μια απ’ αυτές τις νύχτες, της ήρθαν μουσαφιραίοι.
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, κι εμένα με είχε πια πάρει ο ύπνος στο τσαντίρι, όταν με ξύπνησε ουρλιαχτό λύκου, κάπου νότια από μένα και όχι πολύ μακριά. Ήταν ασυνήθιστο ουρλιαχτό, κάπως χαμηλόφωνο και συνεχόμενο.
Μισοκοιμισμένος, άρπαξα τα κιάλια κι άρχισα να ψάχνω από πού ερχόταν η φωνή. Τελικά, είδα δυο λύκους —που και οι δυο τους μου ήταν άγνωστοι— να στέκονται στην ακρολιμνιά ακριβώς απέναντι στο έσκερ. Αυτό με ξύπνησε αμέσως γιατί ήμουν πια βέβαιος πως η περιοχή του κάθε λύκου είναι ιερή και την σέβονται όλοι οι άλλοι. Η Αντζελίνα ήξερα πως ήταν στη φωλιά της, γιατί την είχα δει ο ίδιος να μπαίνει μέσα λίγο πιο πριν και ήμουν πολύ περίεργος να δω πώς θ’ αντιμετώπιζε την εισβολή αυτή.
Όταν γύρισα τα κιάλια κατά τη φωλιά (το τηλεσκόπιο δεν ήταν και τόσο καλό για τη νύχτα, όσο κι αν η νύχτα στα μέρη τούτα μοιάζει μάλλον με σούρουπο) η Αντζελίνα είχε ήδη βγει από τη φωλιά και στεκόταν ακίνητη κοιτάζοντας κατά ‘κει που βρίσκονταν οι δύο λύκοι. Έδειχνε ανήσυχη, γιατί στεκόταν με το κεφάλι τεντωμένο μπροστά, τ’ αυτιά ορθωμένα και την ουρά τεντωμένη πίσω, σαν σκυλί σέτερ που παρατηρεί το στόχο του.
Κανένας από τους άλλους δύο δεν κουνήθηκε ούτε ξαναφώναξε για κάμποσα λεπτά. Ύστερα από λίγη ώρα όμως, ξανακούστηκε το ίδιο χαμηλό ουρλιαχτό που ‘χα ακούσει και πριν. Η Αντζελίνα αντέδρασε αμέσως στο άκουσμα του· άρχισε να κουνάει την ουρά της, το κορμί της λάσκαρε και η ανησυχία της εξαφανίστηκε. Προχώρησε στο χείλος του φαραγγιού και γάβγισε.
Λένε, βέβαια, πως οι λύκοι καθώς και τα χάσκις δε γαβγίζουν, μα το γάβγισμα της Αντζελίνας ήταν γάβγισμα κανονικό, και τίποτ’ άλλο. Μόλις το άκουσαν οι δύο ξένοι, που ‘χαν καθίσει στην πέρα ακρολιμνιά, σηκώθηκαν και άρχισαν να φέρνουν βόλτα την όχθη, προχωρώντας για τη φωλιά. Η Αντζελίνα κίνησε και τους αντάμωσε στα μισά του δρόμου, κάπου ένα μίλι πιο πέρα. Εκεί στάθηκε ακίνητη και τους περίμενε. Όταν ζύγωσαν και βρίσκονταν καμιά δεκαριά μέτρα μακριά της, σταθήκανε κι αυτοί ακίνητοι. Εγώ δεν άκουγα τίποτα, μα έβλεπα τις ουρές και των τριών τους ν’ ανεμίζουν χαρούμενα κι αφού έδειξαν έτσι τις καλές τους διαθέσεις, πρώτη προχώρησε η Αντζελίνα, και αρχίσανε τα μουσουδογλειψίματα.
Όποιοι και να ήταν οι ξένοι αυτοί, ολοφάνερα έδειχναν φίλοι κι ευπρόσδεκτοι, και μετά τα καλωσορίσματα, ξεκίνησαν όλοι μαζί για τη φωλιά. Στο χείλος του φαραγγιού ο ένας από τους δύο ξένους άρχισε τα παιχνίδια με την Αντζελίνα, αλλά έπαιζε μαζί της πολύ πιο μαλακά απ’ ότι έπαιζε συνήθως αυτή με τον Τζορτζ ή ο Τζορτζ με τον Άλμπερτ. Κι όσο παίζανε οι δυο τους, ο τρίτος λύκος κατέβηκε με την ησυχία του το φαράγγι ως τα κουτάβια. Δυστυχώς τους έκρυβε κάποιος βράχος κι έτσι δεν μπόρεσα να δω τι έκανε εκεί, αλλά πάντως η Αντζελίνα δεν έδειξε καμιά ανησυχία, γιατί αφού τέλειωσε τα παιχνίδια με τον φίλο, ή τη φίλη της, προχώρησε κι αυτή στο χείλος του φαραγγιού κι εκεί στάθηκε κουνώντας αδιάκοπα την ουρά της.
Οι μουσαφίρηδες δεν κάθισαν πολύ. Κάπου είκοσι λεπτά αργότερα, ο λύκος που ‘χε πάει να επιθεωρήσει τα κουτάβια ξαναγύρισε κι αρχίσανε πάλι να τρίβουν όλοι μαζί τις μουσούδες τους και να κουνάνε χαρούμενα τις ουρές. Ύστερα, οι μουσαφίρηδες ξεκίνησαν να φύγουν, από τον ίδιο δρόμο που είχαν έρθει. Η Αντζελίνα τους συνόδεψε κάμποσο δρόμο, παιχνιδίζοντας πότε με τον έναν και πότε με τον άλλο, και μόνον όταν αυτοί άρχισαν να ξεμακραίνουν από την ακρολιμνιά, τραβώντας δυτικά, τους άφησε και πήρε κι αυτή το δρόμο του γυρισμού.
Όταν τα διηγήθηκα αυτά στον Ούτεκ, όχι μόνο δεν παραξενεύτηκε, μα δεν μπορούσε και να καταλάβει την δική μου κατάπληξη. Αφού εμείς οι άνθρωποι κάνουμε επισκέψεις στους φίλους μας, γιατί να παραξενεύομαι όταν κι οι λύκοι επισκέπτονται τους δικούς τους;
Και με το επιχείρημα αυτό με αποστόμωσε.
Στην κουβέντα μας τώρα μπήκε και ο Μάικ, ζητώντας μου να του περιγράψω τους μουσαφίρηδες.
«Ναι, τους ξέρω» μου είπε. «Είναι από τη φωλιά της Κρυμμένης Κοιλάδας, κάπου τρία με τέσσερα μίλια νοτιότερα. Δυο θηλυκές, ένα αρσενικό και λίγα κουτάβια. Τους έχω δει πολλές φορές. Νομίζω πως η μια είναι μάνα της δικής σου της Αντζελίνας και η άλλη αδερφή της. Πάντως, κάθε φθινόπωρο σμίγουν με τους δικούς σου λύκους και ξεκινάνε όλοι μαζί παρέα για το νοτιά».